θωρηκοφόρος

θωρηκοφόρος
θωρηκοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. τού θωρακοφόρος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”